Η γενέτειρά τους πόλη, Θεσσαλονίκη, απέδειξε γι' ακόμη μια φορά, πως οι “προασπιστές” του περίτεχνου είδους, είναι αποδεσμευμένοι απ' την αντίληψη της ηθελημένης, κάποιες φορές, πολυπλοκότητας και στερεοτυπικής τεχνικότητας και κυρίαρχο στοιχείο στη γένεση ιδεών, αποτελεί το συναίσθημα, τα βιώματα και η εμπειρία των ατόμων που το απαρτίζουν στην ολότητά τους καθώς η μελωδικότητα και ο λυρισμός, πηγάζει απ' τα έγκατα της ψυχής. “People tent to forget, people tent to forgive” οι πρώτοι στίχοι του κομματιού Overture, φούγκα και πολυφωνική σύνθεση, πλαισιώνουν τον πρόλογο του album, δίνοντας μια ιδιαίτερη, Gentle Giant-ικη αίσθηση, αδύνατον να σε αφήσουν ανεπηρέαστο. Κινούμενος σ' ένα πιο crossover μοτίβο, ο Κώστας Κωνσταντινίδης στο κομμάτι Harvest Moon, κοσμεί αριστοτεχνικά το ξεκίνημά του, με ένα ευφάνταστο και πρωτότυπο σόλο, ενώ στην πορεία, μια δέσμη ονειρικών νοτών από το βιολί του Αλέξανδρου Κιουρντζιάδη κι ένα αλλόκοσμα μελωδικό άκουσμα από το σαξόφωνο του Μπάμπη Προδρομίδη, απογειώνουν την υπόστασή του.
Ennui, για την συνέχεια, που τολμώ να ομολογήσω – με καμία όμως επιφύλαξη (!) - πως αφήνεται να εννοηθούν κάποιες πρώιμες, Floyd-ικές επιρροές, υπό τη συνοδεία αρμονικών, πολύχρωμων πινελιών φλάουτου. Αιχμηρά ακόρντα κι ένα νοητό, kraut έμβλημα, κυριαρχεί στα “ανήσυχα” τύμπανα του Γιώργου Μπαλτά στο κομμάτι Walpurgi Flame ενώ την απαράμιλλη “παραδοξότητά” του, προσυπογράφουν οι θελκτικές φωνές των, Αλεξάνδρα Σιετή και Μαρία Μαριάδου. Η ατμοσφαιρική τους αφηγηματικότητα, δίνουν περαιτέρω έμφαση στη σύνθεση και στον χαρακτήρα του κομματιού και σε συνδυασμό με την συμβολή του Γιώργου Φιλοπέλου και την εκρηκτικότητα των ορμητικών του μπασο-γραμμών, η κορύφωσή του, δεν αργεί να έρθει. Δυνατό κι έντονο κομμάτι, που το ξεχώρισα απ' το πρώτο κιόλας άκουσμα του album.
Αναδρομή στην 11η Σεπτεμβρίου του 2001 και στην πτώση των Δίδυμων Πύργων με το κομμάτι The Tower, με αποσπάσματα από διάφορα δελτία ειδήσεων, να περιγράφουν με παραστατικότητα την τραγωδία εκείνης της ημέρας και τον Γιώργο Θεοδωρόπουλο στα πλήκτρα, ν' αφήνει ιδιότυπες νότες να αιωρούνται, επενεργώντας στον περίεργο απόηχο του κομματιού.
Νοσταλγικότητα και ένα γλυκόπικρο συναίσθημα, μας αφήνουν οι Mother Turtle στον επίλογό τους, με το κομμάτι, The Art Of Ending A Revolution, αναδεικνύοντας τις τάσεις των ανθρώπων, να θυμούνται, να ξεχνούν, να λαχταρούν, να καταστρέφουν και ν' αυτοκαταστρέφονται. Ένα εκφραστικό τέλος, σ' ένα γλαφυρό, γεμάτο ρεαλισμό album.
Κάθε μπάντα που σέβεται τον εαυτό της, ωριμάζει με το πέρασμα του χρόνου και οι Mother Turtle, είναι μια μπάντα, που σίγουρα το κάνει αυτό και με το παραπάνω. Η εμπειρία, η τριβή, η δοκιμή και ο χρόνος, βοηθούν για ένα ακόμα μεγαλύτερο απ' το ήδη υπάρχον βήμα και φαίνεται, πως δεν αρκέστηκαν απλά σ' ένα βήμα, αλλά τόλμησαν το άλμα και τα κατάφεραν! Η εξέλιξη, είναι απλωμένη διάπλατα και φανερά, με το μέρος τους.
“People tend to forget, people tend to forgive...”, μια φρασούλα που θα μείνει...!